ζυγόσταθμος

ζυγόσταθμος
ζῠγόσταθμ-ος, ,
A balance, Plu.2.928b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζυγόσταθμος — ζυγόσταθμος, ὁ (Α) ζυγός, ζυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + σταθμός] …   Dictionary of Greek

  • ζυγοσταθμώ — (Μ ζυγοσταθμώ, έω) [ζυγόσταθμος] ζυγίζω, σταθμίζω …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”